Ο μαύρος άγγελος της νοσταλγίας
Ο μαύρος άγγελος της νοσταλγίας
Την έβλεπε να στέκει όρθια με γυρισμένη την πλάτη, κόντρα στον ήλιο, δίπλα στο μεγάλο κρυστάλλινο βάζο και τ’ ανοιγμένα λευκά Stargazer. Τα θυμόταν εκείνος αυτά τα εξωτικά λουλούδια με το βαρύ άρωμα και τ’ όνομα του τραγουδιού των Rainbow.
— Yπάρχει άλλος άντρας που να οδηγάει σαν εσένα, να φιλάει σαν εσένα και να ξέρει πώς λέγονται αυτά τα βρομολούλουδα; Εσύ με ανέστησες, να το ξέρεις. Εσύ με έφερες πίσω στον κόσμο των ζωντανών. Με τον έρωτά σου.
— Τότε, μήπως να σε λέω «Ευρυδίκη»;
— Λέγε με όπως θες. Εγώ θα σε λέω, «αγάπη μου».
Κολασμένο το πάθος που δένει τον Μπλάνκο και την Μπεττίνα, δύο πλάσματα που γεννήθηκαν για να υπάρχουν μαζί, σαν ένα −ή να μην υπάρχουν καθόλου. Ο άνδρας και η γυναίκα στο ζενίθ τους. Ο έρωτάς τους απρόβλεπτος, θυελλώδης, ανέφικτος. Απλώς γιατί δεν τους χωράει ο κόσμος. Σίγουρα όχι ο ανιαρός καινούργιος κόσμος.
Ο μαύρος άγγελος της νοσταλγίας είναι κάθε μάταιος ηρωισμός, κάθε απελπισμένο ρίσκο. Είναι αυτό που παραμονεύει έναν άνδρα που ζει και οδηγεί με το γκάζι στο πάτωμα.
Ο μαύρος άγγελος της νοσταλγίας είναι μια ιαχή ελευθερίας, ένα γραπτό road movie στις ατέλειωτες, φιδογυριστές διαδρομές ενός πόθου πέρα από μέτρα και όρια. Εκεί που δεν έχει καμιά σημασία ποιος κρατά το τιμόνι και ποιος οδηγεί.

