Οικονομική Ιστορία
Οικονομική Ιστορία
Τον χειμώνα του 1919-1920 ο νεοδιορισμένος στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου καθηγητής Max Weber εκφωνεί μια σειρά παραδόσεων με θέμα την Οικονομική Ιστορία. Συνδυάζοντας συγκεκριμένες έννοιες, από το πεδίο της κοινωνιολογικής επιστήμης που συνδιαμορφώνει ο ίδιος, με τη συστηματική γνώση των δεδομένων της ευρωπαϊκής κυρίως ιστορίας, παρουσιάζει ένα πανόραμα οικονομικών μορφών που διατηρεί μέχρι σήμερα το ενδιαφέρον του και την επιρροή του στην κοινωνική θεωρία και τις οικονομικές επιστήμες.
Ο Βέμπερ αναπτύσσει τον χάρτη των παραδόσεών του μέσα από τρία βασικά οικονομικά πεδία, τα οποία εξετάζει τόσο διαχρονικά όσο και διατοπικά: πρώτον, εκείνο της αγροτικής οικονομίας (με έμφαση στην ανάδειξη ιδιαίτερων μορφών λειτουργίας αλλά και ιδιοποίησης του εδάφους και των προϊόντων του)· δεύτερον, το πεδίο των επιτηδευμάτων και της τεχνικής· και τρίτον, το πεδίο του εμπορίου και της ανάπτυξης της χρηματικής οικονομίας (με κορύφωση στο φαινόμενο του τόκου και της τραπεζικής πίστωσης). Τα πολλαπλά επιμέρους ζητήματα που θίγονται –από την κατανομή της εργασίας και τον προσανατολισμό προς το κέρδος ή τη διαχείριση του νοικοκυριού μέχρι την ανασκευή της υποτιθέμενης «εβραϊκής» προέλευσης της κεφαλαιοκρατίας– συνεχίζουν να αποτελούν ενδιαφέρουσες αφετηρίες έρευνας και αναθεώρησης ακόμη κι έναν αιώνα αργότερα (ιδίως μάλιστα αν δοκιμαστούν στον ελλαδικό χώρο και την ιστορία του). Η δομή των παραδόσεων αρθρώνεται με βάση το ιστορικό παρόν, πράγμα που σημαίνει την ύπαρξη και ανάπτυξη της κεφαλαιοκρατίας, ειδοποιού χαρακτηριστικού της νεωτερικότητας. Το ζήτημα αυτό αναπτύσσεται στο τελευταίο κεφάλαιο μέσα από ένα συγκεκριμένο συνδυασμό των προαναφερθέντων πεδίων, συμπεριλαμβάνοντας τον ρόλο του κράτους και του δικαίου. Είναι άλλωστε θεμελιώδες για τη συγκρότηση όχι μόνο της γερμανικής «κοινωνιολογίας» στην καμπή του 20ού αιώνα, αλλά και του οικονομικού ιστορισμού ήδη, ρητά ή υπόρρητα, από τα μέσα του 19ου αιώνα, και σαφώς με την ίδρυση του Γερμανικού Ράιχ μετά το 1871.
Το κείμενο των παραδόσεων έχει προέλθει από λανθάνουσες μέχρι σήμερα σημειώσεις του ίδιου του Βέμπερ και των φοιτητών του. Η πρώτη του δημοσίευση έγινε τρία χρόνια μετά τον θάνατό του, το 1923, και έκτοτε δεν έχει πάψει να αναδημοσιεύεται, τόσο στο πρωτότυπο όσο και σε μεταφράσεις. Η παρούσα μετάφραση βασίζεται στην αντίστοιχη έκδοση των Απάντων (MaxWeber Gesamtausgabe), είναι πλήρης και πλαισιωμένη με εργοβιογραφικές πληροφορίες.