Το Εν και ο Νους στον Πλωτίνο
Το Εν και ο Νους στον Πλωτίνο
Το ερευνητικό αυτό πόνημα επιδιώκει να συμβάλει στον φιλοσοφικό στοχασμό αξιοποιώντας το έργο του σπουδαίου νεοπλατωνικού φιλοσόφου Πλωτίνου. Το αντικείμενο της έρευνας προέρχεται από την πέμπτη και έκτη Εννεάδα και επικεντρώνεται στις δύο πρώτες υποστάσεις του Πλωτίνου, το Εν και τον Νου. Η νόηση, το στοιχείο που αποτελεί την αιτία του «υπάρχειν», την ίδια στιγμή συνιστά και το εμπόδιο προς την αλήθεια. Αυτή η ζητούμενη εναντίωση στη συνειδησιακή ενότητα που θα εκφραστεί ως ταύτιση με την προϋπόθεση του «νοείν», θα αποτελέσει και την κορυφαία διανοητική σύλληψη του Πλωτίνου, ξεπερνώντας τους προκατόχους του. Για την υλοποίηση του συγκεκριμένου εγχειρήματος συστηματοποίησα την εξελικτική πορεία της σκέψης του Πλωτίνου σε τρεις φάσεις, δομώντας ένα μοντέλο συλλογιστικής που αρχίζει με τη γένεση του Όντος-Νου και ολοκληρώνεται με τη μετατροπή του νοούντος Νου σε Εν.
Η πρώτη φάση περιλαμβάνει τη σύσταση του ίδιου του Νου και τη μέθοδο της προέλευσής του (η επιστρεπτική κίνηση) από το Εν. Η πράξη του «νοείν» θα μετατρέψει τον προ-Νου σε Νου, που σημαίνει ότι το κριτήριο της σύστασης του όντως Όντος είναι να πραγματώσει αυτό το οποίο πρόκειται να γίνει, ενόσω ακόμα δεν έχει γίνει. Με αυτό τον τρόπο θα θεμελιωθεί η μετάβαση από το ένα στα πολλά.
Η δεύτερη φάση περιλαμβάνει την ανοδική πορεία του ολοκληρωμένου Νου προς το Εν, υπό το πρίσμα ότι ο Νους αυτός θα μετατρέψει σε νοητό-νοούμενο την ίδια του την αυτοσυνείδηση και θα τη νοήσει με τη χρήση ενός δικού του εσωτερικού φωτός.
Τέλος, η τρίτη φάση εξετάζει τη φύση του Ενός καθαυτό, η οποία θα χωριστεί στο «ίδιος» και «εαυτός». Το ίδιο το Εν διαθέτει μια ιδιότυπη αυτοσυνείδηση, αφού δεν διαθέτει οντότητα και «νοείν» και επομένως το προσεγγίζουμε ως «σημαίνον» και όχι ως «λεγόμενον». Αποτελεί το καθαυτό φως και η μορφή του είναι όπως το ίχνος του άμορφου, διότι είναι αυτό που θέλει να πει το Εν, αλλά δεν μπορεί να το πει, γιατί είναι αυτό που ακούγεται χωρίς να λέγεται και αυτό που βλέπεται χωρίς να φαίνεται. Ο Πλωτίνος όμως μας καθοδηγεί ως εξής: «Αφού ποτέ κανένα μάτι δεν θα μπορούσε να δει τον Ήλιο, αν δεν ήταν ηλιόμορφο, ούτε η ψυχή μπορεί να δει το Ωραίο, αν δεν έχει γίνει πρώτα ωραία η ίδια».