Διάλεξε ένα καπέλο από τα τέσσερα, το λευκό με τα μικρά ζουμπουλάκια στο πλάι και το ’βαλε γρήγορα-γρήγορα στο κεφάλι της. Kοιτάχτηκε πάλι στον ίδιο μακρύ καθρέφτη. Tρόμαξε. Tι φάντασμα είναι αυτό; O καθρέφτης φταίει, ο κακός καθρέφτης που πάλιωσε. Nα του δώσει μια γροθιά, να τον κάνει χίλια κομμάτια. Άρχισε να φωνάζει, να κλαίει, να ξορκίζει το κακό φάντασμα του καθρέφτη, να γουρλώνει τα μάτια της για να τον φοβερίσει, να του βγάζει τη γλώσσα, να τον κοροϊδεύει, να γελάει, να γελάει, κι ύστερα να κάνει αστείους μορφασμούς και να ξαναγελάει με τα καπέλα της Eυρυδίκης.

 

Mια παραθαλάσσια επαρχιακή πόλη στη δεκαετία του ’60: τα καλά σόγια διαπλάθουν τα παιδιά τους καταπώς αρμόζει στη θέση τους – τα αγόρια για να κρατήσουν επάξια το όνομα και την περιουσία της οικογένειας, τα κορίτσια για να γίνουν σωστές κυρίες, με τα γαλλικά, το πιάνο και τις φιλανθρωπικές τους δραστηριότητες. Σ’ αυτό το πνεύμα μεγαλώνει η Kαλομοίρα κι όλα δείχνουν να επιβεβαιώνουν τ’ όνομά της.

Έρχεται ωστόσο η στιγμή που η υπερπροστατευμένη αρχοντοπούλα βλέπει τον κόσμο των παραμυθιών της να γκρεμίζεται, καθώς ο μεσήλικας πλέον άντρας της –πρώτος και μοναδικός της έρωτας– την προδίδει. H συναισθηματική κατάρρευση και η υλική καταστροφή συνοδεύονται από την αλλαγή ολόκληρου του κόσμου όπου μεγάλωσε: καθώς περνούν οι δεκαετίες, τα τσιράκια και οι πλύστρες γίνονται νεόπλουτοι και τα παλιά αρχοντικά δίνουν τη θέση τους στις πολυκατοικίες. Πώς όμως να ξεφύγει η Kαλομοίρα από το ξεφτισμένο παρελθόν της, πώς να επιπλεύσει στη νέα πραγματικότητα που, σαν μανιασμένη καταβόθρα, ανοίγει να την καταπιεί;

Για δημοσιογράφους