Τα λάφυρα του Αυγούστου
Τα λάφυρα του Αυγούστου
Κοιτώντας τα μαστόρια του απέναντι οικοπέδου ξέχασα εντελώς τα ποιήματά μου – τα τόσο φτιαχτά, άλλωστε, τα τόσο έξω από τη ζωή. Κι έξαφνα μια λάμψη τους περιβάλλει. Φως εκτυφλωτικό. Φαντάζουν στα μάτια μου αλλόκοτοι θεοί, ολότελα αθώοι, εξαγνισμένοι. Μορφές υπέρτατης καθαρότητας, κι ας είχαν βρόμικα χέρια, ρούχα και σώματα. Η ποίηση της ίδιας της ζωής μού αποκαλύφθηκε τη στιγμή εκείνη στην πιο δυνατή της εκδοχή.
Μέσα στην άπνοια και στο βύθισμα του θέρους η μνήμη βασανιστικά επιμένει. Παλιά καλοκαίρια, ιστορίες λησμονημένες, πρόσωπα του παρελθόντος σιγοκαίνε στη στάχτη του νου. Θέλουν να πάρουν σάρκα και οστά, να βγουν στην επιφάνεια.
Αλλά και η άπιαστη στιγμή του παρόντος, που κυλά σαν μαγική χρυσόσκονη στην παλάμη και γίνεται χθες, σκαλώνει κάποιες φορές στο βλέμμα μου, ακινητοποιείται ανέλπιστα, μου γνέφει μυστικά να την αγγίξω. Αρκεί, τότε, ένα ασήμαντο γεγονός για ν’ ανάψει η σπίθα και να σκιρτήσει το κείμενο.
Είκοσι ένα αφηγήματα, με φόντο τη Χαλκιδική του χτες και του σήμερα, τη Σκιάθο και το Όρος, συνθέτουν αυτή τη συλλογή. Λάφυρα καλοκαιρινά στη μάχη με το χρόνο, που γλιστρά και ξεφεύγει.