Το βιβλίο της αυτοκράτειρας Ελισάβετ
Φύλλα ημερολογίου
Εισαγωγή:
Κώστας Γ. Παπαγεωργίου
* ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ αγορές άνω των 50€ (εντός Ελλάδος)
Share
Και προέβαινε Εκείνη πάντα, την κεφαλή μέσα στην άσπρη δόξα της ομπρέλας της, και ήταν σαν να ’χε βλαστήσει από το χώμα και σάμπως ν’ άνοιγε η τοποθεσία στα βηματά της κι όλο το μέρος να βαθούλωνε και τα δέντρα ν’ άπλωναν την κόμη τους και να στρογγύλευαν τις χλωρές πλεξούδες τους για να την αγκαλιάσουν.
Το βιβλίο της Αυτοκράτειρας Ελισάβετ υπερβαίνει κατά πολύ τα δεδομένα ενός απλού ημερολογίου. Είναι μια «λυρική μυθιστορηματική βιογραφία», όπου ο συγγραφέας, παρασυρμάνος από θαυμασμό και καταπιεσμένο ερωτισμό προς το πρόσωπο της βιογραφούμενης, βρίσκει πρόσφορο έδαφος να εκδηλώσει την υπερβολική ευαισθησία του, αδιαφορώντας για το αν τα όσα εξομολογείται ή περιγράφει ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
Η Ελισάβετ περιγράφεται σαν ένα πλάσμα σκοτεινό και φωτεινό μαζί. Παρασυρμένο από απροσδιόριστες και ανεξήγητες δυνάμεις αυτού του κόσμου και ενός άλλου, που μόνο οι καλλιεργημένοι νόες μπορούν να συλλάβουν μηνύματα και σημάδια της ύπαρξής του. Είναι ευεπίφορη στα φανερά και στα κρυφά‧ στα μόνιμα και στα αστραπιαία φανερώματα της ομορφιάς‧ η ψυχή της είναι γεμάτη αρρωστημένο ρομαντισμό, ωραιοπάθεια και μελαγχολία, που δύσκολα μπορεί να συμβιβαστεί με τα όσα πεζά και ανόητα την περιβάλλουν και την κάνουν να ασφυκτιά.
ΧΡΗΣΤΟΜΑΝΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
Ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1867. Εξαιτίας ενός ατυχήματος που είχε σε παιδική ηλικία έπασχε από κύφωση, ασθένεια που επηρέασε καθοριστικά την ψυχοσύνθεσή του. Φοίτησε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, διέκοψε όμως τις σπουδές του το 1887 και έφυγε για σπουδές Φιλολογίας στη Βιέννη. Το 1891 αναγορεύτηκε διδάκτωρ στο πανεπιστήμιο του Ίνσμπρουκ και διορίστηκε δάσκαλος ελληνικών και συνοδός της αυτοκράτειρας της Αυστρίας Ελισσάβετ, θέση την οποία διατήρησε ώς το 1893 συνεχίζοντας παράλληλα τις μελέτες του. Το καλοκαίρι του 1892 ασπάστηκε το καθολικό δόγμα κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψής του στη βιβλιοθήκη του Βατικανού και ακολούθησαν πέντε μήνες μοναστικής ζωής (από τον Νοέμβριο του 1892 μέχρι τον Μάρτιο του 1893) στο Μόντε Κασσίνο. Από το 1895 ως το 1899 παρέμεινε στη Βιέννη, όπου πραγματοποίησε πανεπιστημιακή καριέρα, αρχικά ως λέκτορας της ελληνικής γλώσσας και στη συνέχεια ως καθηγητής στο Ινστιτούτο Ανατολικών Γλωσσών. Έφυγε από τη Βιέννη έχοντας αποκτήσει τον τίτλο του Βαρώνου-Ιππότη του τάγματος του Αγίου Ιωσήφ και δημοσιεύσει δύο έργα στα γερμανικά: την ποιητική συλλογή Orphische Lieder και το δράμα Die graue Frau, και τα δυο έντονα επηρεασμένα από το ρεύμα του συμβολισμού. Λόγος της αναχώρησής του από τη Βιέννη σε μια περίοδο κατά την οποία είχε αρχίσει να γίνεται γνωστός στους εκεί λογοτεχνικούς κύκλους ήταν η δημοσίευση του έργου του Tagebucher. Ο Χρηστομάνος δημοσίευσε το έργο μετά το φόνο της Ελισσάβετ από έναν Ιταλό αναρχικό στη Γενεύη, γεγονός που προκάλεσε τη δυσαρέσκεια της Αυλής και την παραίτησή του από το πανεπιστήμιο. Ταξίδεψε στη Γαλλία και την Ιταλία και εγκαταστάθηκε το Νοέμβριο του 1901 στην Αθήνα, όπου ίδρυσε τη «Νέα Σκηνή», θίασο που συνέβαλε ουσιαστικά στην ανανέωση της ελληνικής σκηνικής πράξης (εισήγαγε την έννοια του σκηνοθέτη και τις σύγχρονες τεχνικές της υποκριτικής, ανανέωσε το ρεπερτόριο παρουσιάζοντας στο αθηναϊκό κοινό έργα του Ίψεν, του Τολστόι, του Τουργκένιεφ, όλα μεταφρασμένα από τον ίδιο, καθώς και Έλληνες συγγραφείς, όπως Κορομηλά, Άννινο, Καμπύση, Ξενόπουλο κ.ά. Επίσης, παρουσίασε μεταφράσεις αρχαίας τραγωδίας στη δημοτική γλώσσα). Η «Νέα Σκηνή», αν και καλλιτεχνικά αποτέλεσε σημείο αναφοράς του νεοελληνικού θεάτρου, κατέστρεψε οικονομικά τον Χρηστομάνο, εξωθώντας τον να εγκαταλείψει την προσπάθειά του το 1905 και να αφοσιωθεί έκτοτε στη συγγραφή. Πέθανε το 1911. Έργα του είναι: Το βιβλίο της Αυτοκράτειρας Ελισσάβετ (1908), Η κερένια κούκλα (1911).