Πες στη Μορφίνη ακόμα την ψάχνω

ΑΝΑΛΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
ISBN ΕΝΤΥΠΟ
960-221-116-4
Διαστάσεις
21Χ14
Τρέχουσα Έκδοση
[1996] 2009
Σελίδες
138

Πες στη Μορφίνη ακόμα την ψάχνω

ΕΝΤΥΠΟ
ΑΡΧΙΚΗ
10.60€
25%
ΤΕΛΙΚΗ
7.95€
ΕΞΑΝΤΛΗΜΕΝΟ
* ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ αγορές άνω των 50€ (εντός Ελλάδος)

Σε λίγο πήρε να σκοτεινιάζει. Ανάψαμε τη φωτιά κι ο Σίμος άδειασε το πορτοφόλι του. Μου ’δωσε ένα μεγάλο τρίφυλλο, όλο για πάρτη μου, κι αυτός ξεκούμπωσε ένα κρυφό τσεπάκι στο σλήπινγκ-μπαγκ του κι έβγαλε τα σέα. Την παραμύθα την κράταγε στο πορτοφόλι, σ’ ένα ασημοχαρτάκι μέσα, μη μπα και του χυθεί.

 

Η Μορφίνη στην πόλη: μια παρδαλή γάτα σαν πατσαβούρι κι ένας αλλιώτικος κόσμος μέσα στον κόσμο. Στους δρόμους, τις αυλές και τις ταράτσες του, πλάσματα της νύχτας, σχεδόν ανίδεα ή αδιάφορα για την πρωινή πραγματικότητα, επιβιώνουν με τους δικούς τους νόμους και την καταδικιά τους βέβηλη γλώσσα, παίζοντας πότε με σκληρότητα και αγριάδα, πότε με τρυφερότητα και σωτήριο χιούμορ.

Σ’ αυτό το περιθώριο ανάμεσα στην παρανομία και την έκσταση, σ’ αυτό τον κώδικα ανάμεσα στην απάθεια και την απόλυτη έκφραση ακροβατεί το κεντρικό πρόσωπο του μύθου. Μαζί του και η συγγραφέας της ιστορίας, που βάζει το πιο ριψοκίνδυνο στοίχημα: να κάνει λογοτεχνία μ’ αυτή τη «γλώσσα» και να εμφανίσει, έστω για μια μόνο στιγμή, προτού καεί μπροστά στα μάτια μας, τούτο τον αρνητικό, αδιάφανο κόσμο.

Τούτο το μικρό μυθιστόρημα αρχίζει απότομα, με μια γλώσσα άγρια και υβριστική, που μπορεί να προκαλέσει ταραχή ή αγανάκτηση στον απροετοίμαστο αναγνώστη. Είναι η αργκό ενός ανοίκειου και κάποτε άναρχου κόσμου, που κατηγορείται από τους νέους γλωσσαμύντορες για «αφασία», «γλωσσική πενία» και «λεξιλόγιο των πενήντα λέξεων», ενώ διαθέτει αντίθετα πλήθος συμβόλων και τρόπων έκφρασης, τόσο ιδιαίτερων ώστε να μην κατανοούνται απ’ όλους και να μεταλλάζουν αδιάκοπα χάρη στη χρήση τους. Μπορεί άραγε μια τέτοια γλώσσα, τόσο αμφισβητημένη στη ζωή, να περάσει στην αφήγηση και να στηρίξει μια νουβέλα, βρίσκοντας έτσι το δίκιο της στη λογοτεχνία;

Το κείμενο αντιστέκεται στις κλισαρισμένες εικόνες του περιθωριακού νεανικού κόσμου, που έχουν τροφοδοτήσει ώς τώρα το ρομαντικό εξωραϊσμό ή την κυνική απόρριψή του. Γραμμένο τόσο από τα μέσα όσο και με κάποια απόσταση, αναζητά κάτι από την αλήθεια αυτού του κόσμου, που διαλέγουμε συνήθως να μην ξέρουμε, στις περιγραφές, τις σιωπές και τις εκρήξεις της κεντρικής φιγούρας που αφηγείται την ιστορία, στις κοφτές κουβέντες και τις ελλειπτικές συναναστροφές των ηρώων, στην απροσδόκητη εμφάνιση κι εξαφάνιση μιας γάτας με τ’ όνομα Μορφίνη, τέλος, σ’ εκείνα τα μυστικά κομμάτια της πόλης, της νύχτας και του χάους που αστράφτουν κάποιες στιγμές στα όρια της συνείδησης.

Έγραψαν για το βιβλίο



Η λαϊκή ταράτσα της Πειραϊκής και η Λεύκα, αυτή η ευφυής χωροθέτηση, μας φέρνει στο νου αμέσως τον Καραγάτση (το Δέκα), τον Βουτυρά, τον Δενδρινό, το σκοτεινό οριακό ρεαλισμό τους. Ζουν ακόμη άνθρωποι έτσι, εκεί, πλάι μας. Και μιλάνε τη γλώσσα του δρόμου, όπως τη γράφει η Ρούσσου: είναι η γλώσσα που μιλάνε τα κλεφτρόνια και τα πρεζόνια, μαζί με καλιαρντά και «αρχαία λαϊκά», γλώσσα κοφτερή, σαν συρματόπλεγμα, σκληρή, αλλά με αίσθημα...

ΝΙΚΟΣ ΞΥΔΑΚΗΣ, Αθηνόραμα
1 από 1
ΡΟΥΣΣΟΥ ΝΙΚΟΛ
Η Νικόλ Ρούσσου γεννήθηκε στη Λιβερία και ζει και εργάζεται στον Πειραιά. Διηγήματα και άρθρα της έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά. Το 2001 το Πες στη Μορφίνη ακόμα την ψάχνω γυρίστηκε ταινία, σε σενάριο της ίδιας και του σκηνοθέτη της ταινίας Γιάννη Φαγκρά, και στο φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης κέρδισε το βραβείο κριτικών (εξ ημισείας με τον Δεκαπεντάυγουστο του Κωνσταντίνου Γιάνναρη). Έργα της είναι: Πες στη Μορφίνη ακόμα την ψάχνω (1996), Στοιχήματα με τους θεούς (2000).