Μετέωροι χώροι της ετερότητας
Μετέωροι χώροι της ετερότητας
Αν έχει νόημα να αναζητούμε ένα μέλλον της ανθρώπινης χειραφέτησης, σήμερα όσο ποτέ είναι απαραίτητο να διδαχτούμε από τους τρόπους που η ανάγκη όσο και τα όνειρα των ανθρώπων γεννούν μετέωρους χώρους της ετερότητας, καθώς εξερευνούν μικρές και μεγάλες ρήξεις στην τυποποιητική περίμετρο της ζωής τους.
Αν οι κοινωνίες προσπαθούν να ελέγξουν την ετερότητα ορθώνοντας τείχη γύρω από εκείνους που ταυτίζονται μαζί της (πόλη των θυλάκων, γκέτο, θρησκευτικό άβατο, χώροι εγκλεισμού), τότε η αναθεώρηση της σχέσης μας με το χώρο, πέρα από τη μοντερνιστική ουτοπία και τον μεταμοντέρνο κυνισμό, μπορεί να επιτρέψει τη διάνοιξη περασμάτων προς την ετερότητα και διαφορετικών προοπτικών για την ανθρώπινη κοινωνία. Εμπνεόμενος από τους παραδειγματικούς μετέωρους χώρους της θεατρικής σκηνής και της συλλογικής μνήμης και διερευνώντας τους τρόπους με τους οποίους οι ανάγκες και τα όνειρα των ανθρώπων διαρρηγνύουν τις οριοθετημένες και τυποποιημένες ζωές τους, ο συγγραφέας δείχνει πώς η κατοίκηση μπορεί να γίνει αντιληπτή ως διαδικασία μάλλον παρά ως συνθήκη, όπου ο χώρος υποθάλπει μια σχέση επίσκεψης και διάβασης από το ταυτό προς το έτερο.
Γιατί σήμερα μια συζήτηση για τους μετέωρους χώρους της ετερότητας; Ποιες πρακτικές, ποια γεγονότα και ποιες χωρικές σχέσεις επιχειρεί να συλλάβει; Στις σύγχρονες κοινωνίες, οι σχέσεις ανάμεσα σε οριοθετημένες ετερότητες οργανώνονται μέσα από αυστηρά επιβλεπόμενες ταξινομήσεις συμπεριφορών και χώρων, σύμφωνα με το κυρίαρχο μοντέλο της «πόλης των θυλάκων». Ο θύλακος δεν είναι παρά ο χώρος εγκλεισμού της ετερότητας, είτε πρόκειται για καταδίκη (γκέτο), είτε για προνόμιο (προστατευόμενες συνοικίες), είτε για προϋπόθεση της κατευθυνόμενης κατανάλωσης (ελεγχόμενα κτίρια κοινωνικής αναψυχής ή αγορές).
Αν τα όρια του πραγματικού επιβλέπονται από κοινωνικές ρυθμίσεις και εγχαράξεις, οι μετέωροι χώροι της ετερότητας μπορούν τούτα τα όρια να τα διαρρήξουν. Οι χώροι αυτοί συμβαίνουν μάλλον παρά υπάρχουν κάπου, όπως τείνουμε να πιστεύουμε για τα κτίρια μιας πόλης. Ιδρύονται ως περάσματα, ως χώροι σύγκρισης, ως σχέσεις επίσκεψης και διάβασης από το οικείο στο έτερο. Γι’ αυτό μπορούν να φέρνουν σε επαφή διαφορετικές επικράτειες της εμπειρίας, της φαντασίας και της μνήμης, οι οποίες αποκτούν ιστορία και σημασία ανάλογα με εκείνους που τις κατοικούν.
Στη δυνατότητα η κατοίκηση να συμβαίνει όχι μόνο στους ασφαλείς χώρους του οικείου αλλά και στους μετέωρους χώρους του έτερου ίσως να κρίνεται το μέλλον. Η αναρώτηση για το χώρο γίνεται έτσι μια αναρώτηση πολιτική. Και στις μορφές του χώρου όπου πλάθονται διαφορετικές σχέσεις με την ετερότητα μπορεί να ανιχνευτούν διαφορετικές προοπτικές για την ανθρώπινη κοινωνία.