Ψυχή στην Κούλουρη
Ψυχή στην Κούλουρη
Έβραζε νερό στο μπρίκι κι εκείνος χάζευε τις φουσκάλες, νερό θυμωμένο, σκέφτηκε, γιατί να ’χε θυμώσει; Πέθαιναν κι οι σταγόνες του, οι βοηθοί του γίνονταν ατμός που έβγαινε απ’ το φεγγίτη.
Φεγγίτης (ο) ουσιαστικό = φαγωμένη φέτα τοίχου που φέγγει το φεγγάρι.
Στη Σαλαμίνα το ’89, το φέρι-μποτ λέγεται μουσκεμένη παντόφλα και ο φάρος, τσιμεντένιος φύλακας. Ο πύραυλος είναι παγωτό απ' το διάστημα και η μαρέγκα μια άσπρη ρέγγα.
Δεν πρόκειται όμως για υπαρκτές λέξεις, λέξεις που κάνει να πούμε φωναχτά. Αντίθετα είναι λέξεις που λέμε σιγανά, λέξεις κρυφές και είναι οι λέξεις του Άγη, ενός δωδεκάχρονου μαθητή.
Το καλοκαίρι του ’89 ο Άγης θα γνωρίσει το Μπάμπη, το μνηστήρα της μαμάς. Και έπειτα η μαμά θα θελήσει να τον πάρει από την Κούλουρη για να εγκατασταθούν στο Πέραμα, στην αντίπερα όχθη που εκείνος μισεί...