Εκείνο το απόγευμα, πάνω στο σιδερένιο κρεβάτι, έκαναν με τον Βαγγέλη για πρώτη φορά έρωτα. Αδέξια, με τα μισά τους ρούχα φορεμένα και τα άλλα μισά βγαλμένα, όπως κι όπως. Όταν τέλειωσαν ήταν και οι δυο σε μαύρο χάλι. Τρομοκρατημένοι λες κι είχαν διαπράξει το πιο αξιόποινο έγκλημα του κόσμου. Κάθησαν ανασηκωμένοι στο κρεβάτι, σκεπασμένοι μέχρι τη μέση με την υφαντή βαμβακερή κουβέρτα και σταύρωσαν τα χέρια τους, αμίλητοι, σαν μελλοντικοί βαρυποινίτες.

 

Ήθελε να γίνει μια «Μεγάλη Μητέρα». Ενάρετη, σοβαρή, με πολλά παιδιά κι έναν άντρα-σύζυγο το ίδιο σοβαρό κι ενάρετο. Πέρασε τη μισή ζωή της μοιρολογώντας εκείνο το όνειρο της χαμένης οικογενειακής ευτυχίας. Αλλά και με τα πράσινα μάτια μιας άγνωστης παλιάς αμαρτίας να την ακολουθούν εφιαλτικά σε κάθε της βήμα.

Ώσπου ένας άντρας-εραστής, μέσα σε μια νύχτα, τη μεταμόρφωσε σ’ ένα ολοζώντανο «Λουλούδι του έρωτα», και πιο ύστερα ένας «τρελοκαπετάνιος» την έκανε γοργόνα της στεριανής γειτονιάς τους, περιτριγυρισμένη από πολλά παιδιά, μυστικούς έρωτες κι ανομολόγητες συγγένειες.

Τώρα, καταλαγιασμένη πια στην αλμυρή αγκαλιά του, ζει το παραμύθι της μοίρας της απολαμβάνοντας τις παράξενες αποχρώσεις της ευτυχίας. Αυτές που έμαθε από έναν αναστημένο ποιητή κάποιο χλωμό αυγουστιάτικο λυκόφως.

Για δημοσιογράφους