Πρωτέας και Λεβιάθαν
Πρωτέας και Λεβιάθαν
Δύο νουβέλες για τη θάλασσα και τους θαλασσινούς.
Στα χρόνια που ακολούθησαν την πρώτη μου ναυτολόγηση είχα γίνει κοινωνός άπειρων ανθρώπινων ιστοριών. Στις περισσότερες περιπτώσεις, το αλμυρό στοιχείο λειτουργούσε εξαγνιστικά, σαν την κολυμπήθρα του Σιλωάμ, για να ξεπλύνει ανομήματα και να γιατρέψει κουσούρια τα οποία, κακά τα ψέματα, όλους μάς ακολουθούνε σαν βαριές και σκοτεινές σκιές, που καταντούν εφιάλτες τα μοναχικά και στείρα νυχτέρια στη στενή κουκέτα.
Είχα την εντύπωση ότι μετά από μια τέτοια εξομολόγηση οι σχέσεις γίνονταν πιο απλές και συνάμα πιο ζεστές, πιο ανθρώπινες, γιατί παραχωρούσανε χώρο στην οικειότητα, έτσι όπως συνέβαινε εκείνα τα χλιαρά γλυκερά βράδια στις πρύμες των καραβιών, σαν πλέαμε στις ζώνες των τροπικών αραδιασμένοι απάνω στους μουσαμάδες του τέσσερα ή του τρία, ανάλογα από πού φύσαγε, για ν’ αποφεύγουμε το καυσαέριο της τσιμινιέρας. Ανταλλάσσαμε τις ιδέες και τα ντέρτια μας, γαρνιρισμένα με το καυσαέριο, γιατί τελικά δεν τ’ αποφεύγαμε, σαν επιδόρπιο του λιτού μας δείπνου.