Πεζά και μεταφράσεις
Πεζά και μεταφράσεις
Η θάλασσα είναι η μόνη μου αγάπη. Γιατί έχει την όψη του ιδανικού. Και τ’ όνομά της είναι ένα θαυμαστικό.
Τα εννέα, εν συνόλω, πεζά του Καριωτάκη γράφονται από τον Ιανουάριο του 1927 ώς τον Ιούνιο του 1928, όπως πιθανολογείται από το μόνο πεζό που δεν πρόλαβε (;) να καθαρογράψει και βρέθηκε γραμμένο με μολύβι και χρονολογημένο: Ιούνιος 1928.
Όλα, άλλο περισσότερο και άλλο λιγότερο, αποτελούν αψευδείς μάρτυρες της λαβυρινθώδους και πολύπλευρης κρίσης στην οποία έχει εισέλθει για τα καλά ο ποιητής. Μιας κρίσης που τον ωθεί στην υπέρβαση των ασφυκτικών ορίων της ποίησης, για να τον οδηγήσει σε ένα χώρο όπου θα μπορούσε –«απαλλαγμένος από το πρόσχημα του βίου» του, από τη, με το βάρος μιας σιδερένιας πανοπλίας, προσδιορισμένη ποιητική του ιδιότητα– να μετατρέψει τον πόνο του σε έκφραση αποδεσμευμένη από τους άτεγκτους περιοριστικούς νόμους της ποιητικής πολιτείας‧ σε μια έκφραση αμέσως αναδυόμενη και ανταποκρινόμενη από/στον πυρήνα της οδύνης του.
Στον πεζό λόγο, ο Καρυωτάκης, βρίσκει το πρόσφορο έδαφος για να μιλήσει –αδιαφορώντας αν και από ποιον θα ακουστεί– με την εσωτερική φωνή του, που, όντως, ακούγεται ταπεινή και «αφτιασίδωτη», πραγματοποιώντας το ιδανικό του, να μιλήσει «χωρίς ύφος», έστω κι αν αυτό συμβαίνει έξω από το πεδίο που είχε οραματιστεί: το ποιητικό.