Κρίση, κοινωνία των πολιτών, αυτοοργάνωση
Κρίση, κοινωνία των πολιτών, αυτοοργάνωση
Τα χρόνια της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων συνοδεύτηκαν στη χώρα μας από μια εξαιρετικά έντονη αναζωογόνηση της δράσης της κοινωνίας των πολιτών. Παρατηρείται μια αξιοσημείωτη άνοδος συμμετοχής και αυτοοργανωμένης δράσης των πολιτών, οι οποίοι με τις ως επί το πλείστον άτυπες συσσωματώσεις συλλογικής δράσης όχι μόνο αντιπαλεύουν τις ζοφερές επιπτώσεις των πολιτικών λιτότητας, αλλά και προβάλλουν εναλλακτικούς τύπους αμεσοδημοκρατικής αυτοοργάνωσης. Από τις δομές αλληλεγγύης και τα αυτοδιαχειριζόμενα ιατρεία/φαρμακεία μέχρι τους ελεύθερους κοινωνικούς χώρους και τις συνεργατικές συλλογικότητες καλλιέργειας της γης, η κοινωνία των πολιτών αναπτύσσει ένα δυναμικό ανθεκτικότητας και αντίστασης, το οποίο, μεταξύ άλλων, εκβάλλει και στην κυβερνητική αλλαγή του 2015.
Η εργασία αυτή επιχειρεί μια συνολική χαρτογράφηση του πεδίου της κοινωνικής κινητοποίησης των πολιτών, επικεντρώνοντας την προσοχή κυρίως σε άτυπες μορφές συλλογικής δράσης. Αφού κατ’ αρχάς επισκοπήσουμε τις θεωρήσεις περί κοινωνίας των πολιτών στην ελληνική γραμματεία, παραθέτουμε στη συνέχεια ποσοτικά στοιχεία για το εύρος των κινητοποιήσεων. Στη συνέχεια προχωράμε σε δυο ποιοτικές αναλύσεις περιεχομένου: Σε ένα πρώτο βήμα γίνεται η ανακατασκευή του κοινωνικού και οργανωτικού προφίλ ορισμένων μορφών δράσης, στη βάση συγκεκριμένα της μεθόδου της θεμελιωμένης θεωρίας (Grounded Theory), μέσα από το πρίσμα της κοινωνιολογίας της γνώσης. Το φαινόμενο της οργανωμένης αυτενέργειας των συλλογικοτήτων πολιτών αναλύεται με τα μέσα μιας κειμενικής ανάλυσης και ερμηνείας των νοηματοδοτήσεων της κατάστασης, των κατανοήσεων εαυτού και άλλου, όπως επίσης των μορφών αυτοοργάνωσης και των προτύπων και προβολών πράξης. Το επόμενο βήμα συνίσταται σε αναλύσεις βάθους με την ερμηνευτική μέθοδο της ανάλυσης ακολουθίας.
Ένα από τα συμπεράσματα της εργασίας έγκειται στη διαπίστωση ότι πρέπει να αναθεωρηθεί η συχνή στους προβληματισμούς για την ελληνική κοινωνία των πολιτών θέση περί «ισχνότητας» και «ασθενικότητας». Μια και η θέση στηρίζεται κατά κανόνα στο από ποσοτική άποψη χαμηλό επίπεδο εθελοντικής συμμετοχής σε οργανώσεις της πολιτικής κοινωνίας, σκόπιμο είναι να προβεί κανείς σε μια αναθεώρηση υπό το φως κινητοποιήσεων οι οποίες μπορεί να μη συνιστούν μαζικά φαινόμενα αυτοοργανωμένης κινηματικής δράσης, είναι όμως –σε σύγκριση με την προ της κρίσης σύνθεση και φυσιογνωμία της κοινωνίας των πολιτών– καθόλα ποιοτικά και νεωτεριστικά αξιοσημείωτες.