Χαίρε πέτρα
Χαίρε πέτρα
Γέρασε η ξηρασία, αργοπεθαίνει. Είναι ζωή. Δεν είναι θάνατος. Ό,τι γεννιέται είναι ζωή. Ό,τι πεθαίνει δεν είναι θάνατος.
Όχι, δε θα πάρω άλλη αγορά. Μου φτάνουν τόσοι αιώνες. Έρχομαι από δρόμο μακρύ. Θα πάω πίσω, ίσαμε την πηγή. Εκεί απ’ όπου ξεκίνησα για να ξανάρθω. Εγώ το σύννεφο, εγώ και η βροχή. Εγώ το χώμα, το νερό.
Είναι η μετουσίωση που απαιτεί τις επιστροφές της. Την αναπαράστασή της. Μήπως άλλωστε αυτά δεν είναι το χώμα που πατάς; Από κει δεν ξεκινάς το παρθενικό σου ταξίδι για ν’ ανοιχτείς στην περιπέτεια της γραφής;
Μια ιδιαίτερη σχέση πατέρα και κόρης σε πεζό και έμμετρο λόγο, που απλώνει έξω από τα όρια του «ιδιωτικού» και γίνεται ανοιχτή, ευρύχωρη, περιεκτική...