Γκαίρλιτς
Γκαίρλιτς
Δύσκολα χρόνια, αλλεπάλληλοι πόλεμοι, ρευστά σύνορα, εθνικός διχασμός, προσφυγιά, πόνος. Και μέσα σ’ όλα αυτά μια δυνατή φιλία, που σημαδεύει για πάντα τις ζωές των ανθρώπων.
Στη μέση ενός παρανοϊκού πολέμου, εφτά χιλιάδες ελληνικές ψυχές βρέθηκαν αποκλεισμένες σε μια πόλη της Γερμανίας. «Γκαίρλιτς», τους είπαν πως την έλεγαν, μόλις τους άδειασαν από τα τρένα. «Τι είναι εδώ; Το ξέφωτο του πολέμου;» αναρωτήθηκε ένας φαντάρος. Ιδέα δεν είχαν για τον προορισμό τους στη διάρκεια του μακρινού ταξιδιού. Πώς βρέθηκαν εκεί; Γιατί εκεί; Ποια θα ’ταν η τύχη τους; Κανείς δεν μπορούσε να απαντήσει με βεβαιότητα. Τη μια μέρα βρίσκονταν στην Καβάλα με το βουλγάρικο στρατό έτοιμο να εισβάλει, και την επόμενη βρέθηκαν φορτωμένοι σαν σακιά στα τρένα –ένα ολόκληρο Σώμα Στρατού– ανηφορίζοντας προς το άγνωστο. Κι η Ελλάδα έμενε πίσω μοιρασμένη στα δυο. Ο Βασιλιάς και οι δικοί του να προσποιούνται πως δεν καταλαβαίνουν τις βλέψεις των Βουλγάρων, κι ο Βενιζέλος, έτοιμος να χορέψει στο χορό των Αγγλογάλλων, να προσδοκά πως μετά τη σίγουρη –κατά την άποψή του– νίκη θα κατέφθαναν τα «δώρα των Μάγων».
Κι αυτοί εκεί. Σε μια πόλη άγνωστη, μακριά ακόμα κι απ’ τον απόηχο του πολέμου, όπου το μόνο που τον θύμιζε ήταν η απουσία ανδρών και η έλλειψη τροφίμων.