Αψηφώντας τον Χίτλερ
Αψηφώντας τον Χίτλερ
Γραμμένο το 1939, το κείμενο ξαναβρέθηκε και εκδόθηκε μόλις το 2000, μετά το θάνατο του Χάφνερ, για να γνωρίσει αμέσως τεράστια επιτυχία και να μεταφραστεί σε δεκαπέντε γλώσσες.
Αρκετά χρόνια πριν, ο ναζισμός είχε εισβάλει στην καθημερινή ζωή των απλών Γερμανών, μεταξύ άλλων και του Σεμπάστιαν Χάφνερ, ο οποίος έμελλε να γίνει διαπρεπής δημοσιογράφος και ιστορικός. Έχοντας βιώσει τραυματικά την άνοδο του Χίτλερ, ο Χάφνερ αυτοεξορίστηκε στην Αγγλία, όπου έγραψε, το 1939, την προσωπική μαρτυρία του.
Η συντριπτική πλειονότητα των μαρτυριών που προήλθαν από το τη Γερμανία της εποχής είναι γραμμένες από Εβραίους ή άλλα θύματα των ναζί. Το παράδοξο και το σπουδαίο με το Αψηφώντας τον Χίτλερ είναι ότι ο συγγραφέας του ανήκε στην κατηγορία εκείνων που οι ναζί αποκαλούσαν «άριους», και άρα δεν κινδύνευε από τη «νέα τάξη», την οποία ωστόσο απεχθανόταν. Το κείμενο φουντώνει κάθε τόσο από κύματα περιφρόνησης και αηδίας - για τους ναζί, για τους ανθρώπους που τους πίστεψαν, για εκείνους που δεν τους πίστεψαν αλλά δεν έκαναν τίποτα για να τους σταματήσουν, τέλος για τον ίδιο το χαρακτήρα του Γερμανού – όμως πηγή του πάθους του δεν παύει να είναι ο λόγος.
Οι στιγμές όπου ο Χάφνερ, περπατώντας στο Βερολίνο, τρυπώνει σε εισόδους σπιτιών για να αποφύγει το χαιρετισμό στο πέρασμα της σβάστικα δίνουν μια σχεδόν κινηματογραφική χροιά στο βιβλίο, όπως άλλωστε και οι αυτολεξεί μεταφερμένες συνδιαλέξεις του στη λέσχη συζητήσεων, μέλη της οποίας είχαν προσχωρήσει στη χιτλερική νεολαία.
Το βιβλίο μερικές φορές δίνει την αίσθηση εκείνων των ιστοριών επιστημονικών φαντασίας που μιλάνε για τον τελευταίο άνθρωπο στη γη. Το γεγονός ότι ο Χάφνερ γράφει από την Αγγλία, τη στιγμή που η αντίθεση στον Χίτλερ εξελίσσεται πλέον σε πολεμική κινητοποίηση, δεν του προσφέρει καμία ανακούφιση. Το Αψηφώντας τον Χίτλερ μεταδίδει ένα αίσθημα εξορίας τόσο βαθύ κι απόλυτο που σπάνια συγγραφέας έχει μπορέσει να το βάλει σε λόγια.