Ο Χιλιανός Άλβαρο Γιάνιες Μπιάντσι [Álvaro Yáñez Bianchi], γνωστότερος με το ψευδώνυμο Juan Emar ή Jean Emar (Σαντιάγο, 1893-1964), υπήρξε συγγραφέας, κριτικός τέχνης και ζωγράφος, ο μεγαλύτερος εκφραστής των κινημάτων της πρωτοπορίας στη χώρα του, τόσο στη λογοτεχνία όσο και στις πλαστικές τέχνες (μέλος της κολεκτίβας πλαστικών καλλιτεχνών Grupo Montparnasse).
Ο Χουάν Εμάρ ήταν γιος του γερουσιαστή και επιχειρηματία Ελιοδόρο Γιάνιες [Eliodoro Yáñez], ο οποίος είχε τη φιλοδοξία να κάνει και τον γιο του πολιτικό. Έτσι ο «Πίλο», όπως ήταν γνωστός ο νεαρός Άλβαρο στους στενούς του κύκλους, πέρασε τα πρώτα χρόνια του βίου του μεταξύ Χιλής και Ευρώπης, η ζωή του, όμως, σε αντίθεση με την ανέμελη ζωή της αριστοκρατίας του Σαντιάγο, διακρινόταν από την έντονη πίεση που του ασκούσε ο πατέρας του να σπουδάσει Νομικά.
Το 1918 παντρεύτηκε την ξαδέλφη του Ερμίνια Γιάνιες [Herminia Yáñez], πιο γνωστή ως «Μίνα» (ο γάμος τους κράτησε μέχρι το 1927). Μαζί της έκανε ένα ακόμα ταξίδι στην Ευρώπη, το 1919, το οποίο φαίνεται ότι ήταν κρίσιμο για εκείνον, αφού ο Άλβαρο γράφτηκε σε μαθήματα ζωγραφικής και σχεδίου στην Académie de la Grande Chaumière, στο Μονπαρνάς. Παράλληλα, εργαζόταν στην Πρεσβεία της Χιλής στο Παρίσι, στη θέση του Α´ Γραμματέα. Ήταν μια εργασία που αποκτήθηκε μέσω οικογενειακών επιρροών, αλλά παντελώς ξένη προς τον χαρακτήρα του νεαρού Άλβαρο.
Ο πατέρας του φαίνεται να αποδέχεται την καλλιτεχνική φύση του γιου του στις αρχές της δεκαετίας του 1920, όταν ο Άλβαρο επέστρεψε από την Ευρώπη πλήρως εμποτισμένος με τις νέες καλλιτεχνικές τάσεις του Παρισιού.
Τον Ιούνιο του 1930 παντρεύτηκε την Γκαμπριέλα Ριβαδενέιρα Ροντρίγκες [Gabriela Rivadeneira Rodríguez]. Από αυτόν τον γάμο γεννήθηκαν οι τρεις κόρες της Γκαμπριέλα και του Άλβαρο: η Μαρσέλα [Marcela], η Πιλάρ [Pilar] και η Κλάρα [Clara].
Η τελευταία του εργασία ήταν εκείνη του αρθρογράφου και κριτικού τέχνης στην εφημερίδα La Nación, που είχε ιδρύσει ο πατέρας του. Εκεί, το 1924, υιοθετεί το ψευδώνυμο «Jean Emar», αργότερα «Juan Emar», παρμένο από τη γαλλική έκφραση «j’en ai mare» («βαριέμαι»).
Στις στήλες που έγραφε, υπερασπιζόταν τις νέες καλλιτεχνικές τάσεις της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας, υποστηρίζοντας την υπέρβαση του κρεολισμού και του ακαδημαϊσμού, που ήταν της μόδας εκείνα τα χρόνια στη Χιλή. Μετέτρεψε τη σελίδα τέχνης που διατηρούσε στη La Nación σε ένα καταφύγιο της πρωτοπορίας, συνεργαζόμενος με καλλιτεχνικές μορφές όπως ο Βισέντε Ουιδόμπρο [Vicente Huidobro] ή ο Χούλιο Ορτίς δε Σάρατε [Julio Ortiz de Zárate].
Κράτησε τη στήλη του μέχρι το 1927, έτος κατά το οποίο το δικτατορικό καθεστώς υπό τον Κάρλος Ιμπάνιες δελ Κάμπο [Carlos Ibáñez del Campo] απαλλοτρίωσε την εφημερίδα και απέλασε τον πατέρα του.
Ύστερα από αυτό το τραυματικό γεγονός, ο Εμάρ αφοσιώνεται στη συγγραφή και εκδίδει τις νουβέλες Ayer, Unaño και Miltín 1934 (όλες το 1935) και τη συλλογή διηγημάτων Diez (1937). Βλέποντας την αδιαφορία κοινού και κριτικών για τα βιβλία του, ο συγγραφέας εξαφανίζεται από τον καλλιτεχνικό χώρο και αφοσιώνεται σχεδόν αποκλειστικά στη συγγραφή του εκτεταμένου μυθιστορήματός του, Umbral. Ο Εμάρ άρχισε να γράφει αυτό που έμελλε να είναι το τελευταίο έργο του το 1942 και δεν το εγκατέλειψε μέχρι τον θάνατό του. Το Umbral αποτελείται από πέντε τόμους (πάνω από πέντε χιλιάδες δακτυλόγραφες σελίδες) και εκδόθηκε στην τελική του μορφή το 1996.
Μεταξύ 1947 και 1958, ο Χουάν Εμάρ ασχολήθηκε εντατικά με τη ζωγραφική, δημιουργώντας 244 πίνακες, οι περισσότεροι από τους οποίους φιλοτεχνήθηκαν, μεταξύ 1953 και 1956, στις Κάννες της Γαλλίας.