Χθες

Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος
ΑΝΑΛΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
Διαστάσεις
13Χ21
Τρέχουσα Έκδοση
2025

Χθες

Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος

ΕΝΤΥΠΟ
Εξαντλημένο βιβλίο
MH ΔΙΑΘΕΣΙΜΟ
* ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ αγορές άνω των 50€ (εντός Ελλάδος)

Το Χθες, που εκδόθηκε στη Χιλή το 1935, και το οποίο στην παρούσα έκδοση συνοδεύεται από έναν πρόλογο του Αλεχάντρο Σάμπρα, είναι ένα από τα πιο ιδιαίτερα μυθιστορήματα που γράφτηκαν στα ισπανικά κατά τον 20ό αιώνα, μια επίδειξη πνευματώδους χιούμορ και ευφυΐας στην οποία ένα αβανγκάρντ πνεύμα συμμαχεί με μια αχαλίνωτη αφηγηματική δύναμη για να περιγράψει τον μεταφυσικό και ταυτόχρονα τόσο πεζό παραλογισμό της ανθρώπινης ύπαρξης.

Στο Σαν Αγουστίν δε Τάνγκο, κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι τον περιμένει κατά τον καθημερινό του περίπατο στους δρόμους και τις πλατείες της πόλης. Στη διάρκεια μίας μέρας –του «χθες»– ένας άνδρας αποκεφαλίζεται επειδή κήρυττε τις πνευματικές απολαύσεις του σεξ. μια στρουθοκάμηλος καταβροχθίζει μια λέαινα. μια χορωδία πιθήκων επιδίδεται σε ουρανομήκεις ψαλμούς. κι ένας άνδρας, ενώ ουρεί, πέφτει στο κενό του χρόνου και καταφέρνει να δραπετεύσει – ή μήπως όχι;

Έγραψαν για το βιβλίο



«Ο πρόδρομος όλων» —Πάμπλο Νερούδα

1 από 6


«Μπροστά από την εποχή του, ο Χουάν Εμάρ, έγραφε χωρίς αμφιβολία για τους αναγνώστες του μέλλοντος, και είναι αλαζονικό όσο και συναρπαστικό να υποθέσουμε ότι αυτοί οι αναγνώστες είμαστε εμείς.» — Alejandro Zambra

2 από 6


«Ο Πάμπλο Νερούδα … τον αποκάλεσε “ο δικός μας Κάφκα” κι έγραψε: “Ο σύντροφός μου Χουάν Εμάρ θα λάβει τώρα κάτι που δεν το τσιγκουνευόμαστε εδώ: τον σεβασμό μετά θάνατον”. Η πρόβλεψή του ήταν μερικές δεκαετίες πρόωρη, αλλά, όπως και να ’χει, καλύτερα μια καθυστερημένη αναγνώριση παρά καμία. Το Χθες είναι ένα αλλόκοτο και γοητευτικό βιβλιαράκι, λιγότερο ένας προάγγελος του μαγικού ρεαλισμού που θα ερχόταν απ’ ό,τι μια sui generis λοξοδρομία.» — Hanson O’haver, The Nation

3 από 6


«Αυστηρά μιλώντας, το Χθες δεν είναι μια άσκηση στη ροή της συνείδησης, αν και ο Εμάρ νοιάζεται όσο και ο Τζόυς ή η Γουλφ για τις εσώτερες διεργασίες του νου. Ο Εμάρ παραγεμίζει αυτή τη συγκεκριμένη μέρα-στη-ζωή με θεάματα, γεύματα πολλών πιάτων, επισκέψεις σε φίλους ή συγγενείς και φιλοσοφικές ονειροπολήσεις. Ο νους, λέει, βρίσκεται στην πιο δεκτική, την πιο ευφάνταστη κατάστασή του την ώρα της σχόλης.» — William Repass, Full Stop

4 από 6


«Ένα από τα πιο γλυκά και πιο αστεία μυθιστορήματα που υπάρχουν – ένα πορτρέτο ευτυχισμένου γάμου, ένα αλλόκοτο, ολοήμερο πικαρέσκο και μια ιστορία που αντιστέκεται σε κάθε λογική κατανόηση.» — NPR

5 από 6


«Ο Εμάρ δεν έχει προγενέστερους και δεν έχει όμοιους.» — César Aira
6 από 6
ΕΜΑΡ ΧΟΥΑΝ

Ο Χιλιανός Άλβαρο Γιάνιες Μπιάντσι [Álvaro Yáñez Bianchi], γνωστότερος με το ψευδώνυμο Juan Emar ή Jean Emar (Σαντιάγο, 1893-1964), υπήρξε συγγραφέας, κριτικός τέχνης και ζωγράφος, ο μεγαλύτερος εκφραστής των κινημάτων της πρωτοπορίας στη χώρα του, τόσο στη λογοτεχνία όσο και στις πλαστικές τέχνες (μέλος της κολεκτίβας πλαστικών καλλιτεχνών Grupo Montparnasse).

Ο Χουάν Εμάρ ήταν γιος του γερουσιαστή και επιχειρηματία Ελιοδόρο Γιάνιες [Eliodoro Yáñez], ο οποίος είχε τη φιλοδοξία να κάνει και τον γιο του πολιτικό. Έτσι ο «Πίλο», όπως ήταν γνωστός ο νεαρός Άλβαρο στους στενούς του κύκλους, πέρασε τα πρώτα χρόνια του βίου του μεταξύ Χιλής και Ευρώπης, η ζωή του, όμως, σε αντίθεση με την ανέμελη ζωή της αριστοκρατίας του Σαντιάγο, διακρινόταν από την έντονη πίεση που του ασκούσε ο πατέρας του να σπουδάσει Νομικά.

Το 1918 παντρεύτηκε την ξαδέλφη του Ερμίνια Γιάνιες [Herminia Yáñez], πιο γνωστή ως «Μίνα» (ο γάμος τους κράτησε μέχρι το 1927). Μαζί της έκανε ένα ακόμα ταξίδι στην Ευρώπη, το 1919, το οποίο φαίνεται ότι ήταν κρίσιμο για εκείνον, αφού ο Άλβαρο γράφτηκε σε μαθήματα ζωγραφικής και σχεδίου στην Académie de la Grande Chaumière, στο Μονπαρνάς. Παράλληλα, εργαζόταν στην Πρεσβεία της Χιλής στο Παρίσι, στη θέση του Α´ Γραμματέα. Ήταν μια εργασία που αποκτήθηκε μέσω οικογενειακών επιρροών, αλλά παντελώς ξένη προς τον χαρακτήρα του νεαρού Άλβαρο.

Ο πατέρας του φαίνεται να αποδέχεται την καλλιτεχνική φύση του γιου του στις αρχές της δεκαετίας του 1920, όταν ο Άλβαρο επέστρεψε από την Ευρώπη πλήρως εμποτισμένος με τις νέες καλλιτεχνικές τάσεις του Παρισιού.

Τον Ιούνιο του 1930 παντρεύτηκε την Γκαμπριέλα Ριβαδενέιρα Ροντρίγκες [Gabriela Rivadeneira Rodríguez]. Από αυτόν τον γάμο γεννήθηκαν οι τρεις κόρες της Γκαμπριέλα και του Άλβαρο: η Μαρσέλα [Marcela], η Πιλάρ [Pilar] και η Κλάρα [Clara].

Η τελευταία του εργασία ήταν εκείνη του αρθρογράφου και κριτικού τέχνης στην εφημερίδα La Nación, που είχε ιδρύσει ο πατέρας του. Εκεί, το 1924, υιοθετεί το ψευδώνυμο «Jean Emar», αργότερα «Juan Emar», παρμένο από τη γαλλική έκφραση «j’en ai mare» («βαριέμαι»).

Στις στήλες που έγραφε, υπερασπιζόταν τις νέες καλλιτεχνικές τάσεις της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας, υποστηρίζοντας την υπέρβαση του κρεολισμού και του ακαδημαϊσμού, που ήταν της μόδας εκείνα τα χρόνια στη Χιλή. Μετέτρεψε τη σελίδα τέχνης που διατηρούσε στη La Nación σε ένα καταφύγιο της πρωτοπορίας, συνεργαζόμενος με καλλιτεχνικές μορφές όπως ο Βισέντε Ουιδόμπρο [Vicente Huidobro] ή ο Χούλιο Ορτίς δε Σάρατε [Julio Ortiz de Zárate].

Κράτησε τη στήλη του μέχρι το 1927, έτος κατά το οποίο το δικτατορικό καθεστώς υπό τον Κάρλος Ιμπάνιες δελ Κάμπο [Carlos Ibáñez del Campo] απαλλοτρίωσε την εφημερίδα και απέλασε τον πατέρα του.

Ύστερα από αυτό το τραυματικό γεγονός, ο Εμάρ αφοσιώνεται στη συγγραφή και εκδίδει τις νουβέλες AyerUnaño και Miltín 1934 (όλες το 1935) και τη συλλογή διηγημάτων Diez (1937). Βλέποντας την αδιαφορία κοινού και κριτικών για τα βιβλία του, ο συγγραφέας εξαφανίζεται από τον καλλιτεχνικό χώρο και αφοσιώνεται σχεδόν αποκλειστικά στη συγγραφή του εκτεταμένου μυθιστορήματός του, Umbral. Ο Εμάρ άρχισε να γράφει αυτό που έμελλε να είναι το τελευταίο έργο του το 1942 και δεν το εγκατέλειψε μέχρι τον θάνατό του. Το Umbral αποτελείται από πέντε τόμους (πάνω από πέντε χιλιάδες δακτυλόγραφες σελίδες) και εκδόθηκε στην τελική του μορφή το 1996.

Μεταξύ 1947 και 1958, ο Χουάν Εμάρ ασχολήθηκε εντατικά με τη ζωγραφική, δημιουργώντας 244 πίνακες, οι περισσότεροι από τους οποίους φιλοτεχνήθηκαν, μεταξύ 1953 και 1956, στις Κάννες της Γαλλίας.