Blue Tango
Blue Tango
Όλα τα πραγματικά δεδομένα αυτής της περιβόητης υπόθεσης περιλαμβάνονται στην αφήγηση του Όιν Μακνάμι. Αλλά ο συγγραφέας δεν σταματάει εκεί. Στοιχειωμένος από την αινιγματική φυσιογνωμία της νεκρός και συγκλονισμένος από το δράμα του εξιλαστήριου θύματος, συνθέτει ένα συναρπαστικό νουάρ μυθιστόρημα – ένα πένθιμο χορό μέσα στον ζοφερό κόσμο της σεξουαλικής ίντριγκας, της διαφθοράς και της παραπλάνησης.
Έγραψα την ιστορία και άφησα τα πραγματικά ονόματα, σκοπεύοντας να επανέλθω και να τα αντικαταστήσω με φανταστικά. Αλλά όταν έφτασα στο τέλος σκέφτηκα ότι τα πρόσωπα ήταν έτσι κι αλλιώς αναγνωρίσιμα, γιατί λοιπόν, από σεμνοτυφία, ν’ αλλάξω τα ονόματα;
Το Blue Tango είναι ένα αστυνομικό μυθιστόρημα βασισμένο σε πραγματική ιστορία. Η μυθιστορηματική αφήγηση του Όιν Μακνάμι περιλαμβάνει όλα τα πραγματικά δεδομένα αυτής της περιβόητης δολοφονίας και δικαστικής πλάνης. Αναλύοντας εξονυχιστικά τις συνθήκες γύρω από τη δολοφονία, εισάγοντας ορισμένες καλοζυγισμένες υποθέσεις ή εικασίες και εμφανίζοντας κάποιες εκπλήξεις στην πορεία, ο συγγραφέας αναπλάθει αυτή την αληθινή ιστορία σ’ ένα συναρπαστικό αστυνομικό και δικαστικό δράμα.
Για να ανεβάσει τη διάθεσή του στις τρεις μέρες που υποβλήθηκε σε ανάκριση, ο νεαρός φαντάρος της βρετανικής στρατιωτικής αεροπορίας Ίαν Χέι Γκόρντον σιγοσφύριζε το Blue Tango, ένα παλιό κομμάτι του Ρέυ Μάρτιν. Αμέσως μετά σφύριξε τη λήξη της κανονικής ζωής του ομολογώντας ότι μαχαίρωσε μέχρι θανάτου τη δεκαεννιάχρονη Πατρίσια Κάραν.
Εν μέσω καταιγιστικής δημοσιότητας, σκανδαλοθηρίας και αντικρουόμενων φημών –γύρω από τις πρωτοφεμινιστικές αντιλήψεις ή τα ελευθέρια ήθη της νεκρής, τα χρέη του ανερχόμενου δικαστή αλλά και τζογαδόρου πατέρα της Λανς Κάραν, τη νευρασθένεια της μητέρας της Ντόρις, με την οποία βρισκόταν σε μόνιμη σύγκρουση, τον ασκητικό ζήλο του αδελφού της Ντέσμοντ, δικηγόρου τη μέρα και ταγμένου ευαγγελιστή τη νύχτα– η Σκότλαντ Γιαρντ ανέθεσε τη διαλεύκανση της υπόθεσης στον Αστυνόμο Τζον Κάπστικ, ο οποίος βάλθηκε να εξασφαλίσει μια καταδίκη.
Τέσσερις μήνες αργότερα, τον Μάρτιο του 1953, ο Γκόρντον κρίθηκε «αθώος λόγω έλλειψης καταλογισμού» και έμεινε επτά χρόνια έγκλειστος σε ψυχιατρικό ίδρυμα, ώσπου αφέθηκε ελεύθερος με τον όρο να αλλάξει το όνομά του και να εξαφανιστεί. Πέρασε ωστόσο τα επόμενα σαράντα χρόνια υποστηρίζοντας την αθωότητά του, ώσπου, τον Δεκέμβριο του 2000, το Εφετείο του Μπέλφαστ αναίρεσε την καταδίκη του.