Βολοδάρθηκα στο στρώμα και το ξημέρωμα, προτού καλά καλά χαράξει, με πρησμένα από την αγρύπνια μάτια και πόδια που έτρεμαν, έτρεξα στη Σαριγιάνα. Της έταξα ένα πεντόλιρο να πάει το λόγο στη θειά της κοπελιάς και στην ίδια, να της κάνει γνωστό το ποιόν μου, το βιός μου, που λογαριαζόμουν νοικοκύρης στο νησί. Ήμουν σίγουρος ότι θα δεχόταν, σάλιο στα μάτια της δεν είχε, πλούτη θα έβρισκε, θα έλεγε το ναι.

 

Λοιπόν, εκείνο το κοκκαλιάρικο άσχημο πλασματάκι, που καλά καλά δεν πιανότανε για άνθρωπος, είναι αυτή η ψηλόλιγνη κοπέλα, με τα όμορφα άσπρα χέρια, τα πανέξυπνα λαδιά μάτια, τα μεταξένια σγουρά μαλλιά, αυτό το πλάσμα που με αναστάτωσε, είναι εκείνο το τζαναμπέτικο και ασυμπάθηστο παιδί; Το αγκάθι του αγρού, που με την ανατολή του ήλιου έσκασε ένα απίθανα πανέμορφο ευωδιαστό λουλούδι; Ένα πρωινό ξύπνησε το σκουλήκι κι έγινε πεταλούδα με έξυπνες κεραίες, ζωηρή, ξένοιαστη, ευτυχισμένη στο περιβόλι του Μαγιού;

Για δημοσιογράφους