…και το χρυσάφι των κορμιών τους
…και το χρυσάφι των κορμιών τους
Η φωνή του την έφτανε απ’ τα έγκατα, ξεσκισμένη. Όταν τη γύμνωσε, άπλωσε τα χέρια του σ’ όλο το μάκρος του κορμιού της. Έμεινε για λίγο έτσι γονατιστός , σα σταυρωμένος, με τη μια παλάμη χωμένη στα μαλλιά της και σφίγγοντας στην άλλη τις δροσερές πατούσες της. Ώσπου το κεφάλι του, χαμηλώνοντας αργά, βούλιαξε στην κοιλιά της.
Για τους αδιάκριτους: Όταν πρωτοβγήκε τούτο το βιβλίο στα 1961, με ρωτούσαν αν ήταν προσωπικό μου βίωμα. Για να μην επαναληφτεί η αδιακρισία, εξηγώ. Είχα πάντα ένα παράπονο: πως η οξύτερη αίσθηση απόλυτης βιολογικής ευτυχίας που ζούμε, η γαμική, εντείνεται, κορυφώνεται ώς την κραυγή του παροξυσμού, για να μας εκμηδενίσει εκμηδενιζόμενη. Τούτη η απερίγραπτη αίσθηση έχει μια γεύση αιωνιότητας. Που κανείς ωστόσο και τίποτα, δεν μπόρεσε ν’ απαθανατίσει, να περιγράψει, να σταματήσει. Πίστευα παράλληλα πως αυτή την αισθησιακή ευτυχία τη χρωστούμε στο σερνικό, όσο και στο κορμί μας. Αυτό προσπαθούσα ν’ απαθανατίσω. Μόνο σαν τέλειωσα τη γραφή κατάλαβα πως, πέρα από τον ύμνο μου στον άντρα-έρωτα, έστελνα κι ένα μήνυμα απελευθερωτικό στις γυναίκες.