Τα χαράματα γυρίσανε και οι άλλοι. «Δεν αφήσαμε σπιθαμή για σπιθαμή. Τίποτα». Και με το τίποτα, ένας βγήκε μπροστά κι έβγαλε από την τσέπη του το κίτρινο σκουφάκι της: «Μόνο αυτό, στα κλαδιά», και περίμενε να κάνω τις παλάμες μου φωλιά να το ακουμπήσει, μην και μαγαριστεί αν παράπεφτε αλλού. Είχα διαλέξει τα κουβάρια από την πόλη, εγγλέζικο μοχέρ ξεκαθάρισε η πωλήτρια, λες κι εγώ ήξερα απ’ αυτά, μάλλον για να δικαιολογήσει την τιμή, κι έπλεκα βράδυ, όταν κοιμόταν, για να της κάνω έκπληξη. Δεν θα ξεχάσω με τι καμάρι το φόρεσε, ζεστό ακόμα από τα δάχτυλά μου. Από τότε δεν το αποχωριζόταν. 

Είκοσι πέντε ιστορίες για έργα και ημέρες των ανθρώπων (αλλά και των ζώων), για ζόρικα παιδικά χρόνια, άγριες εφηβείες και αναπόφευκτες οικογένειες, για πραγματικούς ή συμβολικούς θανάτους και δύσκολους αποχαιρετισμούς. Ένα πανόραμα σύγχρονων μύθων για τη χημεία και την αλλεργία των σχέσεων, για τους απρόβλεπτους ήρωες της καθημερινής ζωής στους μικρόκοσμους της επαρχίας και της πρωτεύουσας, για τους ξένους δίπλα μας και τον ξένο μέσα μας, για τα πάθη του κορμιού και της ψυχής.

Έμπειρη ανατόμος της κοινωνικής πραγματικότητας, η Δήμητρα Μακρυνιώτη στρέφει εδώ ένα άλλο βλέμμα στις λεπτομέρειες που κλείνουν μέσα τους το σύμπαν, στα μικρά συμβάντα που δίνουν στον κόσμο το ρυθμό και το λόγο (ή το παράλογό) του και στη ζωή την ασφυξία και την ανάσα της.

Για δημοσιογράφους