Διαστάσεις
21Χ14
Σελίδες
190
Έκδοση
2000
Εύδοξος
15493

Γραμμένο το 1968, με αφορμή τη φοιτητική εξέγερση στο πανεπιστήμιο Κολούμπια, το κλασικό αυτό δοκίμιο αποδεικνύεται επίκαιρο σε μια εποχή που, διαψεύδοντας την επαγγελία της οικουμενικής ειρήνης και συμφιλίωσης, χαρακτηρίζεται από την αφανή μεταλλαγή των μορφών κυριαρχίας και των τεχνολογιών μαζικής καταστροφής και από την αναζωπύρωση εστιών στρατιωτικής βίας και τρομοκρατίας σε όλο τον πλανήτη.

 

«Δύναμη και βία είναι πράγματα αντίθετα· όταν η μία επικρατεί απόλυτα, η άλλη απουσιάζει». Με αυτή τη φαινομενικά παράδοξη θέση, η Xάννα Άρεντ, μια από τις πιο εξέχουσες μορφές της σύγχρονης πολιτικής φιλοσοφίας, θέτει υπό αμφισβήτηση μια ολόκληρη παράδοση αρχαίων και νεότερων ιδεών (από τον Πλάτωνα ώς τον Bέμπερ), σύμφωνα με τις οποίες η πολιτική, ως άσκηση δύναμης, καθορίζεται από τη σχέση άρχοντος και αρχομένου, κυρίαρχου και υπηκόου, και άρα θεμελιώνεται εν τέλει στη βία – εξ ου και το απόφθεγμα του Mάο: «η δύναμη απορρέει από την κάννη ενός όπλου».

Για να επαναπροσδιορίσει τις σχέσεις μεταξύ βίας και δύναμης, πολέμου και πολιτικής, η Άρεντ εξετάζει σε ιστορική προοπτική τις κυρίαρχες θεωρίες περί βίας, εξουσίας και επανάστασης, αντιδιαστέλλοντάς τες προς μια αρχαιότερη, προφιλοσοφική παράδοση, που σημασιοδοτεί την πολιτική ως ελευθερία του λέγειν και του πράττειν. Aναδεικνύει έτσι τον αντιπολιτικό χαρακτήρα της βίας ως εργαλείου στην υπηρεσία των λίγων εναντίον των πολλών, του ενός εναντίον όλων.

Η κλιμάκωση των εξοπλισμών, ο πολλαπλασιασμός των εστιών πολέμου και η προσφυγή στην καταστολή και την τρομοκρατία υπήρξαν από τα πιο σταθερά και δυσερμήνευτα προβλήματα του 20ού αιώνα. Η Άρεντ τα υποβάλλει σε μια ρηξικέλευθη ανάλυση, που κινείται υποδειγματικά από την τρέχουσα πολιτική συγκυρία (πόλεμος του Βιετνάμ, κινήματα αμφισβήτησης της δεκαετίας του ’60) ώς τις αρχαίες και νεότερες πολιτικές και φιλοσοφικές παραδόσεις και από τις πιο λεπτές εννοιολογικές διακρίσεις ώς τον αιχμηρό σχολιασμό της επικαιρότητας. Όπως σημειώνει, η λατρεία της βίας δεν περιορίζεται σε μικρές μειοψηφίες πολεμοκάπηλων και εξτρεμιστών, ενώ η δημόσια αποστροφή για τη βία που ακολούθησε τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο εξανεμίστηκε σταδιακά, όπως άλλωστε και η φιλοσοφία της μη βίας των κινημάτων για τα πολιτικά δικαιώματα. Επανεξετάζοντας τις σχέσεις μεταξύ πολέμου και πολιτικής, βίας και δύναμης, δείχνει τον εργαλειακό χαρακτήρα της βίαιης δράσης, τη συνδρομή της στην εξουσία των λίγων πάνω στους πολλούς και την αντίθεσή της προς την πραγματική πολιτική δύναμη και πράξη.

Για δημοσιογράφους